1 συγκαταψηφιζομαι
συγκαταψηφισαμένου τοῦ Θεμιστοκλέους Plut. — причем за осуждение высказался и Фемистокл
(συγκαταψηφισθῆναι μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων NT.)
Древнегреческо-русский словарь > συγκαταψηφιζομαι